παραβλώψ

παραβλώψ
παραβλώψ, ῶπος, , ,
A looking askance, squinting,

παραβλῶπές τ' ὀφθαλμώ Il.9.503

, AP11.361 (Autom.);

π. ὀφθαλμοί Luc.Ind.7

; of a person, Ael.Fr.325; also

π. Λιταί Corn.ND12

.
2 blind, PLond. 1821.265. (From παραβλέπω, as κλώψ from κλέπτω.)

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • παραβλώψ — looking askance masc/fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραβλῶπα — παραβλώψ looking askance masc/fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραβλῶπας — παραβλώψ looking askance masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραβλῶπες — παραβλώψ looking askance masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κηλήτης — κηλήτης, αττ. τ. καλήτης, ὁ (Α) [κήλη] αυτός που πάσχει από κήλη («καὶ ἐκάλουν ἀλλήλους οὐκ ἀπὸ τῶν ὀνομάτων, ἀλλ ἀπὸ τῶν ἀτυχημάτων, ὁ χωλός, ὁ κηλήτης, ὁ ἀριστερόχειρ, ὁ παραβλώψ», Συνέσ.) …   Dictionary of Greek

  • παραβλώπας — ο / παραβλώψ, ῶπος, ΝΑ αυτός που κοιτάζει με πλάγιο τρόπο, και ιδίως αυτός που στραβίζει, ο αλλήθωρος αρχ. τυφλός. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * βλώψ (< βλέπω), πρβλ. υπο βλώψ] …   Dictionary of Greek

  • παραβλώπισμα — τὸ, Μ λοξό κοίταγμα, αλληθώρισμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < παραβλώψ, ῶπος + κατάλ. ισμα] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”